- σπέργουλα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες, τής τάξης καρυοφυλλώδη και περιλαμβάνει 5 είδη ποωδών φυτών που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spergula πιθ. < λατ. spargo «σπείρω»].
Dictionary of Greek. 2013.